- συνθύτης
- και βοιωτ. τ. συνθύτας και σουνθύτας, ὁ, Α [συνθύω]1. αυτός που μετέχει σε κοινή θυσία2. θεωρός* («θεωροὶ οἱ τὰς θυσίας ἀπάγοντες εἰς τὰ κοινὰ ἱερὰ καὶ τὰ μαντεῑα Ἀττικοί, θεαταὶ ἤ συνθύται Ἕλληνες», Μοιρ.)3. ιερέας και συλλειτουργός («οἱ συνθύται μου δυσμενεῑς», Γρηγ. Ναζ.).
Dictionary of Greek. 2013.