συνθύτης

συνθύτης
και βοιωτ. τ. συνθύτας και σουνθύτας, ὁ, Α [συνθύω]
1. αυτός που μετέχει σε κοινή θυσία
2. θεωρός* («θεωροὶ οἱ τὰς θυσίας ἀπάγοντες εἰς τὰ κοινὰ ἱερὰ καὶ τὰ μαντεῑα Ἀττικοί, θεαταὶ ἤ συνθύται Ἕλληνες», Μοιρ.)
3. ιερέας και συλλειτουργός («οἱ συνθύται μου δυσμενεῑς», Γρηγ. Ναζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνθύτης — fellow sacrificer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθύται — συνθύτης fellow sacrificer masc nom/voc pl συνθύτᾱͅ , συνθύτης fellow sacrificer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθύταις — συνθύτης fellow sacrificer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθύτας — συνθύτᾱς , συνθύτης fellow sacrificer masc acc pl συνθύτᾱς , συνθύτης fellow sacrificer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σουνθύτας — ὁ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. συνθύτης …   Dictionary of Greek

  • συνθυσία — ἡ, Α [συνθύτης] 1. πανήγυρη, θρησκευτική συγκέντρωση 2. το αξίωμα τού συνθύτη, τού θεωρού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”